- λιγόστροφος
- και ολιγόστροφος -η, -ο1. αυτός που απαρτίζεται από λίγες στροφές2. (για μηχάνημα) αυτό που λειτουργεί με λίγες στροφές3. αυτός που το μυαλό του δεν έχει ευστροφία, αργόστροφος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λιγο- — και ολιγ(ο) (AM ολιγ[ο] , Μ και λίγ[ο] ) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. μικρο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. ολίγος*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημασίας τού β συνθετικού. Τα σύνθετα τού τύπου ολιγ(ο) αποτελούν το… … Dictionary of Greek
ολιγόστροφος — η, ο βκ.λιγόστροφος … Dictionary of Greek